ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΠΟΦΑΣΗΣ
Α.Π. 590 /2015
Δικαστήριο: ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ
Τόπος: ΑΘΗΝΑ
Αριθ. Απόφασης: 590
Ετος: 2015
Περίληψη
Σωματείο μη αναγνωρισμένο - Εκλογή νέων μελών - Τεκτονική ένωση - Πειθαρχική διαδικασία -. Το Μεγάλο Συμβούλιο του 33ου βαθμού δια την Ελλάδα του Αρχαίου και Αποδεδειγμένου Σκωτικού τύπου είναι ένωση προσώπων που δεν έχει κερδοσκοπικό σκοπό, έχει οργανωθεί και λειτουργεί ως σωματείο, αλλά δεν έχει τυπικά την ιδιότητα του σωματίου αφού δεν έχουν τηρηθεί οι απαραίτητες διατυπώσεις (σωματείο μη αναγνωρισμένο). Παράνομες επιβολή ποινής οριστικής διαγραφής κατά την πειθαρχική διαδικασία Τεκτονικής ένωσης.
Κείμενο Απόφασης
Αριθμός 590/2015
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
A1' Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Αντώνιο Ζευγώλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Γεωργίου Χρυσικού), Γεώργιο Λέκκα, Πηνελόπη Ζωντανού, Αθανάσιο Καγκάνη και Δημήτριο Γεώργα, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του, στις 20 Απριλίου 2015, με την παρουσία και του Γραμματέα Γεωργίου Φιστούρη για να δικάσει μεταξύ:
Των αναιρεσειουσών: 1) Ενώσεως Προσώπων άνευ νομικής προσωπικότητας με την επωνυμία "ΥΠΑΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΟΥ 33ου ΒΑΘΜΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΤΟΥ ΑΡΧΑΙΟΥ ΚΑΙ ΑΠΟΔΕΔΕΓΜΕΝΟΥ ΣΚΩΤΙΚΟΥ ΤΥΠΟΥ", 2) Ενώσεως Προσώπων άνευ νομικής προσωπικότητας υπό την επωνυμία "ΜΕΓΑΛΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΟΥ 33ου ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΤΟΥ ΑΡΧΑΙΟΥ ΚΑΙ ΑΠΟΔΕΔΕΓΜΕΝΟΥ ΣΚΩΤΙΚΟΥ ΤΥΠΟΥ", που εδρεύουν στην Αθήνα και εκπροσωπούνται νόμιμα, οι οποίες εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Χ. Μ. και κατέθεσαν προτάσεις.
Του αναιρεσιβλήτου: Ρ. Ν., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Τσαπρούνη και δεν κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 14/2/2009 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 4875/2009 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 5886/2013 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείουσες με την από 8/2/2014 αίτησή τους και τους από 2/11/2014 πρόσθετους λόγους αυτής.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Δημήτριος Γεώργας ανέγνωσε την από 3/12/2014 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αιτήσεως αναιρέσεως κατά της 5886/2013 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών καθώς και των προσθέτων λόγω αυτής. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειουσών ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως, ο πληρεξούσιος του αναιρεσιβλήτου την απόρριψή της και καθένας την καταδίκη του αντίδικου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ, ιδρύεται λόγος αναιρέσεως αν παραβιάσθηκε κανόνας ουσιαστικού δικαίου. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοσθεί, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του με βάση τα ανελέγκτως γενόμενα δεκτά, ως αποδεικνυόμενα, από το δικαστήριο της ουσίας πραγματικά περιστατικά, ή εάν εφαρμοσθεί, ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται, είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (Ολ ΑΠ 7/2006). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Από την υπόψη διάταξη, που αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 § 3 του Συντάγματος προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος απ'αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας), ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται, βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου, για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνηση της (ανεπαρκείς αιτιολογίες) ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία). Δεν υπάρχει όμως ανεπάρκεια αιτιολογιών όταν η απόφαση περιέχει συνοπτικές αλλά πλήρεις αιτιολογίες. Εξ άλλου, το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα και να μην καταλείπονται αμφιβολίες. Ελλείψει δε αναγόμενος μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες. Δηλαδή, μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε. Περαιτέρω, τα επιχειρήματα του δικαστηρίου που σχετίζονται με συνεκτίμηση των αποδείξεων, δεν συνιστούν παραδοχές επί τη βάσει των οποίων διαμορφώνεται το αποδεικτικό πόρισμα και ως εκ τούτου δεν αποτελούν "αιτιολογία" της απόφασης, ώστε στο πλαίσιο της ερευνώμενης διάταξης του άρθρου 559 αριθ. 19 του ΚΠολΔ να επιδέχεται αυτή μομφή για αντιφατικότητα ή ανεπάρκεια, ενώ δεν δημιουργείται ο ίδιος λόγος αναίρεσης ούτε εξ αιτίας του ότι το δικαστήριο δεν αναλύει ιδιαιτέρως και διεξοδικά τα μη συνιστώντα αυτοτελείς ισχυρισμούς επιχειρήματα των διαδίκων, οπότε ο σχετικός λόγος αναίρεσης απορρίπτεται ως απαράδεκτος (ΑΠ 551/2011).
Τέλος κατά τον κανονισμό του Υπάτου συμβουλίου του 33ου δια την Ελλάδα του αρχαίου και αποδεδεγμένου Σκωτικού τύπου 1872, προβλέπεται εις μεν το άρθρο 8 ότι αξιωματικοί εκλέγονται υπό του Υπάτου Συμβουλίου μόνον εκ των μελών αυτού, κατά τριετίαν και κατά τον μήνα Δεκέμβριον, δια φανεράς ψηφοφορίας και δι'απολύτου πλειοψηφίας των παρόντων, του κλάσματος θεωρουμένου ως ακεραίας μονάδος.
Πάντες οι αξιωματικοί του Υπάτου Συμβουλίου είναι επανεκλέξιμοι με την επιφύλαξιν της παραγράφου 11 του άρθρου 15. Εις το άρθρον 10 ορίζεται ότι εις περίπτωσιν θανάτου, παραιτήσεως ή αδυναμίας ασκήσεως των καθηκόντων του Υπάτου Μεγάλου Ταξιάρχου ή του Ανθυπάτου Μεγάλου Ταξιάρχου το 'Υπατον Συμβούλιον οφείλει να συνέλθει εντός δεκαπέντε (15) ημερών υπό την προεδρίαν του ετέρου εξ αυτών και να προβεί εις την εκλογήν του διαδόχου αυτού δια το υπόλοιπον της τριετίας χρόνον. Εάν συντρέξει η ως άνω περίπτωσις δι'αμφοτέρους, το 'Υπατον Συμβούλιον συνερχόμενον εντός δεκαπέντε (15) ημερών υπό την Προεδρίαν του αρχαιοτέρου των ενεργών μελών του και μετά πρόσκλησιν αυτού, προβαίνει ή εις την εκλογήν των δύο τούτων αξιωματικών ή προσωρινώς μόνον εις την του Ανθυπάτου Μεγάλου Ταξιάρχη ή και απλώς εκλέγει έν εκ των μελών του δια την προσωρινήν, το πολύ μέχρι τριών μηνών από της εκλογής του, διεύθυνσιν των εργασιών του Υπάτου Συμβουλίου. Κατά το άρθρο 11 του Κανονισμού εις περίπτωσιν κενώσεως της θέσεως ενός των λοιπών αξιωματικών κατά την διάρκεια της τριετίας το 'Υπατον Συμβούλιον οφείλει εντός δέκα πέντε (15) ημερών να προβή εις την πλήρωσιν αυτής δια το υπόλοιπον της τριετίας χρόνον.
Κατά το άρθρο 34 τα μέλη του Υπάτου Συμβουλίου προσκαλούνται εγγράφως εις συνεδρίαν υπό του Μεγάλου Καγκελαρίου, Μεγάλου Γενικού Γραμματέα προ πέντε (5) τουλάχιστον ημερών. Εις κατεπείγουσαν περίπτωσιν η πρόσκλησις γίνεται εγγράφως επίσης, είτε μίαν ημέραν προ της συνεδρίας ή και αυθυμερόν. Η ημερησία διάταξις των εργασιών δέον να αναφέρηται εις την πρόσκλησιν προς τα μέλη του Υπάτου Συμβουλίου.
Στην προκείμενη περίπτωση το Δικαστήριο της ουσίας, δέχθηκε κατά την ανέλεγκτον περί αυτού κρίση του τα κάτωθι κατ'ακριβή κατά τούτο αντιγραφή: Το Μεγάλο Συμβούλιο του 33ου βαθμού δια την Ελλάδα του Αρχαίου και Αποδεδεγμένου Σκωτικού τύπου είναι ένωση προσώπων που δεν έχει κερδοσκοπικό σκοπό, έχει οργανωθεί και λειτουργεί ως σωματείο, αλλά δεν έχει τυπικά την ιδιότητα του σωματείου, αφού δεν έχουν τηρηθεί οι απαραίτητες γι'αυτό διατυπώσεις.
Επομένως πρόκεται περί ενώσεως που αποτελεί "σωματείο μη αναγνωρισμένο "και οι σχέσεις που δημιουργούνται γύρω απ'αυτό διέπονται κατά πρώτο λόγο από το καταστατικό της και συμπληρωματικά από τις διατάξεις του Α.Κ. για τα σωματεία, μεταξύ των οποίων και αυτές των άρθρων 88 και 101 του Α.Κ..
Ειδικότερα το καταστατικό της αποτελείται από
α) τα μεγάλα συντάγματα του 1762 και του 1786 του Ελευθεροτεκτονισμού και
β) το Γενικό Κανονισμό του Υπάτου Συμβουλίου του 33ου βαθμού δια την Ελλάδα του Αρχαίου και Αποδεδειγμένου Σκωτικού τύπου (του έτους 2006).
Τα ανωτέρω ισχύουν και για το Ύπατο Συμβούλιο του 33ου βαθμού δια την Ελλάδα του Αρχαίου και Αποδεδεγμένου Σκωτικού τύπου, το οποίο αποτελείται από τους αξιωματούχους του Μεγάλου Συμβουλίου.
Ειδικότερα ο ενάγων είχε εκλεγεί ως Πρόεδρος- Ύπατος Μέγας Ταξιάρχης του Υπάτου Συμβουλίου το Νοέμβριο του 2007 με τριετή θητεία, λήγουσα την 3-11-2010. Δυνάμει της από 5-11-2008 πρόσκλησης, συγκλήθηκε κατ' εντολή του ενάγοντος το Ύπατο Συμβούλιο για να συνεδριάσει στις 10-11-2008 και ώρα 18.00, στο Τεκτονικό Μέγαρο, με θέματα ημερήσιας διάταξης 1. το 49ον Ευρωπαϊκό Συνέδριο Υπάτων Μεγάλων Ταξιαρχών, 2. την έγκριση δαπανών και 3. πάσα άλλη εργασία κανονικώς προσαγομένη. Πράγματι, κατά την παραπάνω ημερομηνία συνήλθε το Ύπατο Συμβούλιο, στο οποίο προήδρευσε ο ενάγων.
Κατά τη συζήτηση περί του θέματος της ημερήσιας διάτάξης, ο Ανθύπατος Μεγάλος Ταξιάρχης Σ. Κ. δήλωσε ότι παραιτείται της εντολής για τη διοργάνωση και διεξαγωγή του 49ου συνεδρίου, λόγω αδυναμίας διεκπεραίωσής της.
Προ αυτού ο Μέγας Θησαυροφύλαξ, Χ. Μ., δήλωσε ότι αναλαμβάνει την ευθύνη για τη διοργάνωση του παραπάνω συνεδρίου, επιπλέον δε ότι παραιτείται από το αξίωμα του Μεγάλου Θησαυροφύλακα για την προετοιμασία αυτού (συνεδρίου) λόγω φόρτου εργασίας.
Έτσι δημιουργήθηκε κενό στην παραπάνω θέση, που προκειμένου να καλυφθεί αποφασίστηκε από τα παρευρισκόμενα μέλη του Υπάτου Συμβουλίου της πρώτης εναγομένης, να αναλάβει ο ενάγων το αξίωμα του Μεγάλου Θησαυροφύλακα και το αξίωμα του ενάγοντος, δηλαδή του Υπάτου Μεγάλου Ταξιάρχου, ο Χ. Μ.. Στην εξέλιξη αυτή ο ενάγων αντέδρασε έντονα, καθόσον ο ίδιος δεν είχε δηλώσει ποτέ ότι παραιτείται από το αξίωμά του, ούτε υπήρχε άλλο κώλυμα για την παραμονή του σε αυτό και για το λόγο αυτό μειοψήφισε στη γενόμενη ψηφοφορία.
Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι κατά την ίδια συνεδρίαση ακολούθησε η εκλογή νέων ενεργών μελών προς πλήρωση των θέσεων της πρώτης εναγομένης και συγκεκριμένα εκλέχθηκαν οι Κ. Γ., Ε. Γ., Ε. Γ., Σ. Θ., Ν. Κ., Ν. Κ., Ε. Μ. και Δ. Π. και ακολούθως αποφασίστηκε όπως η υποδοχή και η επίσημη διαβεβαίωση των νεοεκλεγέντων λάβει χώρα την 12-11-2008 και ώρα 18.00.
Ο ενάγων όμως αντέδρασε ομοίως και στην παραπάνω εκλογή των νέων μελών. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι κατά την ως άνω ημερομηνία (12-11-2008) πράγματι έλαβε χώρα η τελετή απονομής, καθώς και η επίσημη διαβεβαίωση του βαθμού στους νεοεκλεγέντες, στην οποία μάλιστα παραβρέθηκε και ο ενάγων, χωρίς να εκτελεί χρέη Ύπατου Μεγάλου Ταξιάρχη.
Ακολούθως, ο ενάγων, αν και κλήθηκε από τον νεοεκλεγέντα Ύπατο Μεγάλο Ταξιάρχη, Χ. Μ., αρνήθηκε να παραδώσει στον τελευταίο το γραφείο, τα τεκτονικά εργαλεία κ.λ.π. και αυτός να παραλάβει το Θησαυροφυλάκειο.
Τότε αυτός (ενάγων) κοινοποίησε με δικαστικό επιμελητή εξώδικες δηλώσεις και στη Μεγάλη Στοά της Ελλάδος, ότι τα παραπάνω αποτελούν τεκτονικά πλημμελήματα, που προβλέπονται από το άρθρο 104 και επισύρουν ποινές, προβλεπόμενες από το άρθρο 116 του Γενικού Κανονισμού και έτσι ο Χ. Μ., με την ιδιότητα του Υπάτου Μεγάλου Ταξιάρχη κάλεσε, με την από 19-11-2008 πρόσκληση, τα μέλη του Υπάτου Συμβουλίου να προσέλθουν στις 26-11-2008 και ώρα 17.00 στα γραφεία του Υπάτου Συμβουλίου, προκειμένου να εξεταστεί αν θα απορριφθεί η, σε βάρος του ενάγοντος, κατηγορία ή θα διεξαχθεί ανάκριση.
Πρέπει να σημειωθεί ότι ο ενάγων έλαβε γνώση της παραπάνω πρόσκλησης και μάλιστα με την από 26-11-2008 εξώδικη δήλωση του, η οποία επιδόθηκε αυθημερόν στην πρώτη εναγομένη και συγκεκριμένα μισή ώρα πριν τη συνεδρίασή της (βλ. την προσκομιζόμενη με αριθμό 9592Γ726-11-2008 του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών Κων/νου- Ν. Κ.), ανέπτυξε τις θέσεις του, γνωστοποίησε ότι ουδέποτε παραιτήθηκε από το αξίωμα του Υπάτου Μεγάλου Ταξιάρχου και επιπλέον ότι δεν θα παραστεί κατά την ορισθείσα ως άνω συνεδρίαση.
Στη συνέχεια, αφού περατώθηκε η πειθαρχική διαδικασία, η πρώτη εναγομένη συνεδρίασε σε Ολομέλεια την 15-12-2008 ως Ανώτατο Πειθαρχικό Συμβούλιο και αφού εκδίκασε τις σε βάρος του ενάγοντος κατηγορίες, του επέβαλε την ποινή της οριστικής διαγραφής.
Η εν λόγω απόφαση κοινοποιήθηκε σ' αυτόν την 21-12-2008, μέσω εταιρείας ταχυδρομικών υπηρεσιών και έχει ως εξής: "Σας πληροφορούμε ότι το Ύπατον Συμβούλιον του 33ου και τελευταίου βαθμού δια την Ελλάδα του Αρχαίου και Αποδεδεγμένου Σκωτικού Τύπου συνεδριάσαν εν Ολομελεία την 15ην Δεκεμβρίου 2008, ώρα 18.00 ως Ανώτατον Πειθαρχικόν Συμβουλιον, εξήτασε τας αποδιδομένας εις υμάς πράξεις, έκρινε ότι είσθε υπαίτιος και σας επέβαλε την κύρωσιν της οριστικής διαγραφής". Σύμφωνα με το άρθρο 15 παρ. 1 του Γενικού Κανονισμού του Υπάτου Συμβουλίου του 33ου βαθμού" ο Ύπατος Μέγας Ταξιάρχης, αρχηγός του Ελληνικού Φιλοσοφικού Ελευθεροτεκτονισμου, ή ο νόμιμος αυτού Αναπληρωτής, συγκαλεί και διευθύνει τας εργασίας του Υπάτου Συμβουλίου και προεδρεύει των συνεδριών αυτού".
Σύμφωνα με το άρθρο 34 του εν λόγω Κανονισμού "τα μέλη του Υπάτου Συμβουλίου προσκαλούνται εγγράφως εις συνεδρίαν υπό του Υπ. Μεγ. Ταξιάρχη ή του νομίμου αυτού αναπληρωτού δια του Μεγ. Καγκ. Μεγ. Γεν. Γραμματέα προ πέντε (5) τουλάχιστον ημερών.
Εις επείγουσαν περίπτωσιν η πρόσκλησις γίνεται, εγγράφως επίσης, είτε μία ημέραν προ της συνεδρίας ή και αυθημερόν. Η ημερήσια διάταξις των εργασιών δέον να αναφέρηται εις την πρόσκλησιν προς τα μέλη του Υπ. Συμβ.". Σύμφωνα με το άρθρο 10 του ιδίου κανονισμού "εις περίπτωσιν θανάτου, παραιτήσεως ή αδυναμίας ασκήσεως των καθηκόντων του Υπ. Μεγ. Ταξ. ή του Αν- θυπ. Μεγ. Ταξ., το Ύπατο Συμβούλιο οφείλει να συνέλθει εντός δεκαπέντε (15) ημερών υπό την προεδρίαν του ετέρου εξ αυτών και να προβεί εις την εκλογήν του διαδόχου αυτού δια τον υπόλοιπον της τριετίας χρόνον... της προσκλήσεως μη γενομένης εμπροθέσμως, δύναται οιονδήποτε των μελών του Υπ. Συμβ. να καλέσει τούτο εις συνεδρίαν δια την κατά τα ανωτέρω εκλογήν...". Σύμφωνα δε με το άρθρο 38 του Κανονισμού "πάσα απόφασις εις το Υπ. Συμβ. λαμβάνεται δια φανεράς ψηφοφορίας. Παρομοίως ενεργείται και η εκλογή των αξιωματικών αυτού. Τα μέλη ψηφίζουν κατ' αρχαιότητα εισδοχής εις το Υπ. Συμβ. Πρώτος ο νεότερος και ύστατος πάντων ψηφίζει ο Υπ. Μεγ. Ταξ.". Σύμφωνα με το άρθρο 39 "πάσα πρότασις, υποβαλλομένη εις το Υπ. Συμβ. Γίνεται εγγράφως και κατατίθεται εις την Μεγ. Γραμματείαν πέντε (5) τουλάχιστον ημέρας προς της συνεδρίας του Υπ. Συμβ., όπως τεθή εις την ημερησίαν διάταξιν". Σύμφωνα με το άρθρο 8 του Κανονισμού "αξιωματικοί εκλέγονται υπό του Υπ. Συμβ. Μόνον εκ των μελών αυτού, κατά τριετίαν και κατά τον μήνα Δεκέμβριον, δια φανεράς ψηφοφορίας και δι'απολύτου πλειοψηφίας των παρόντων, του κλάσματος θεωρουμένου ως ακεραίας μονάδος...". Κατά το άρθρο 14 του Κανονισμού "δια την πλήρωσιν θέσεως ή θέσεων παρέδρων μελών του Μεγάλου Συμβουλίου ή ενεργών μελών εις το Ύπατον Συμβούλιον έκαστον μέλος του Υπ. Συμβουλίου δικαιούται μέχρι της 31ης Οκτωβρίου εκάστου έτους να υποβάλη προς την Μεγ. Γεν. Γραμματεία εις πλήρωσιν εκάστης κενής θέσεως εν προτάσει υπογεγραμμένη υπ'αυτού, το όνομα ενός εκ των Επίτιμων Υπ. Μεγ. Γεν. Επιθ. δια την πλήρωσιν θέσεως παρέδρου μέλους ή ενός των εν Αθήναις ή Πειραιεί παρέδρων μελών του Υπ. Συμβ. Δια την πλήρωσιν θέσεως ενεργού μέλους του Υπ. Συμβ. Εάν αι κεναί θέσεις είναι πλείονες της μιας, η πρότασις δεν δύναται να περιέχη ονόματα περισσότερα των χηρευουσών θέσεων. Παρελθούσης της ως άνω προθεσμίας, η Μεγ. Γεν. Γραμμ. Ουδεμίαν δύναται να δεχθεί πρότασιν, αλλά καταρτίζει αμέσως τον κατάλογον των εμπροθέσμως προταθέντων και αποστέλλει εις πάντα τα μέλη τον κατάλογον τούτον οκτώ (8) τουλάχιστον ημέρας προς της τακτικής συνεδρίας του Υπ. Συμβ. του μηνός Δεκεμβρίου εκάστου έτους, κατά την οποίαν και μόνην γίνεται η εκλογή των νέων παρέδρων μελών του Μεγ. Συμβ. ή ενεργών μελών του Υπ. Συμβ. Μία μόνη αρνητική ψήφος, η οποία πρέπει να δικαιολογήται, αρκεί όπως απορριφθεί ο υποψήφιος. Δύο ή περισσότεροι αρνητικαί ψήφοι, έστω και άνευ δικαιολογήσεως, συνεπάγονται την απόρριψιν του υποψηφίου". Κατά δε το άρθρο 57 του Κανονισμού "ο 33ος και τελευταίος βαθμός του Α.Α.Σ.Τ. απονέμεται συμφώνως προς το Τυπικόν του βαθμού, εις επίσημον προς τούτον συνεδρίαν, μόνο υπό του Υπ. Συμβ., ενώπιον του οποίου και δίδεται η επίσημος διαβεβαίωσις, κατόπιν ευνοϊκής αποφάσεως του Υπ. Συμβ. Περαιτέρω κατά το άρθρο 124 του Γ.Κ. "προκειμένης κατηγορίας κατά μέλους του Μεγ. Συμβ., το Υπ. Συμβ. είτε συνεπεία καταγγελίας είτε αυτεπαγγέλτως επιλαμβανόμενον, αποφαίνεται εν απουσία του καθ'ου η κατηγορία αν κατ' αρχήν θα απορρίψει ταύτην ή θα διατάξη ανάκρισιν. Εις την δευτέραν περίπτωσιν ορίζεται ,προς τούτο ανακριτική επιτροπή εκ του Μεγ. Ρητ. και δύο άλλων μελών του Υπ. Συμβ.,Η Επιτροπή διορίζει Εισηγητήν... Το πόρισμα αυτής κατατίθεται εις την Μεγ. Γεν. Γραμματείαν και υποβάλλεται εις το Υπ. Συμβ., το οποίον, μετ' ακρόασιν του εισηγητού, αποφαίνεται αν ο κατηγορούμενος είναι απαλλακτέος ή πρέπει να κληθεί εις δίκην ενώπιον της ολομέλειας του Υπ. Συμβ. Τούτο ορίζει και την δικάσιμον, εις την οποία καλείται ο κατηγορούμενος προ οκτώ (8) τουλάχιστον ημερών όπως παραστή, δικαιούμενος να λάβει εν τω μεταξύ γνώσιν των εγγράφων της διαδικασίας. Κατά τον αυτόν τρόπον ειδοποιείται και ο μηνυτής αν υπάρχει Τοιούτος ". Από τις προπαρατεθείσες διατάξεις του Γενικού Κανονισμού, σε συνδυασμό με τα λοιπά
αποδεικτικά στοιχεία αποδείχθηκε ότι η πρώτη εναγομένη, Ύπατο Συμβούλιο, αποφάσισε παράνομα
Α) στις 10-11-2008 την εκλογή του Χ. Μ. στο αξίωμα του Υπάτου Μεγάλου Ταξιάρχη και μάλιστα στη θέση του ενάγοντος, καθόσον
α) δεν είχε περιληφθεί τέτοιο θέμα στην πρόσκληση των μελών του Υπάτου Συμβουλίου ως θέμα ημερήσιας διάταξης κατά παράβαση του άρθρου 34 του Γ.Κ.,
β) ουδέποτε κατά τη συνεδρίαση έλαβε χώρα ρητώς ή σιωπηρά δήλωση παραίτησης εκ μέρους του ενάγοντος από το αξίωμά του ή αδυναμία άσκησης των καθηκόντων του, ούτε είχε λήξει η θητεία του, ώστε να συνέτρεχε περίπτωση εκλογής διαδόχου Υπάτου Μεγάλου Ταξιάρχη και ως εκ τούτου η εκλογή του Χ. Μ. στο παραπάνω αξίωμα, με ταυτόχρονη καθαίρεση του ενάγοντος, έλαβε χώρα κατά παράβαση του άρθρου 10 του Γ.Κ. και
Β) στις 10-11-2008 αποφάσισε την εκλογή νέων μελών για το βαθμό του 33ου βαθμού και του Υπάτου Συμβουλίου και αποφάσισε να λάβει χώρα η ορκωμοσία τους στις 12-11-2008, οπότε και τους απονεμήθηκε ο εν λόγω βαθμός, καθόσον
α) δεν είχε περιληφθεί τέτοιο θέμα στην πρόσκληση των μελών του Υπάτου Συμβουλίου, ως θέμα ημερήσιας διάταξης, κατά παράβαση του άρθρου 34 του Γ.Κ.,
β) δεν είχε τηρηθεί, όπως αποδείχθηκε, η προδικασία που προβλέπεται από το άρθρο 14 του Γ.Κ., ήτοι η υποβολή στη Μεγ. Γενική Γραμματεία μέχρι τις 31-10-2008, πρότασης υποψηφίου ενεργού μέλους, υπογεγραμμένη από μέλος του Υπάτου Συμβουλίου, ελλείψει δε αυτής δεν ήταν νόμιμη η εκλογή των νέων μελών του Υπάτου Συμβουλίου, καθώς και η εγκατάστασή τους στο βαθμό αυτό.
Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι το Ύπατο Συμβούλιο, στις 15-12-2008 επέβαλε παράνομα κατά παράβαση του Γ.Κ. σε βάρος του ενάγοντος την πειθαρχική ποινή της οριστικής διαγραφής του, καθόσον αυτός δεν κλητεύθηκε για να παραστεί κατά την παραπάνω συνεδρίαση, όπως ρητά ορίζεται στο άρθρο 124 παρ. 3 εδ. στ' του Γ.Κ..
Εξάλλου, η επικαλούμενη από τις εναγόμενες κλήτευση αυτού αφορά την πρόσκληση του για τη συνεδρίαση της 26-11-2008, κατά την οποία με βάση το άρθρο 124 Γ.Κ. αποφασίστηκε ερήμην του η διενέργεια ανάκρισης και δεν αφορά την κλήτευση του τελευταίου κατά την τελική συνεδρίαση της Ολομέλειας του Υπάτου Συμβουλίου, μετά την υποβολή σε αυτό του πορίσματος του διενεργήσαντος την ανάκριση εισηγητή.
Πρέπει να σημειωθεί ότι ο ενάγων αντέδρασε έντονα στη λήψη των προαναφερομένων αποφάσεων, που λήφθηκαν κατά τις συνεδριάσεις της 10-11-2008 και 12-11-2008.
Μάλιστα για το λόγο αυτό αρνήθηκε να συμμορφωθεί με αυτές (αποφάσεις) και να παραδώσει το γραφείο, την αλυσίδα του Τάγματος, τα δώρα και τη σφραγίδα, που είχε ως Ύπατος Ταξιάρχης.
Συγκεκριμένα αποδείχθηκε ότι ο ενάγων απέστειλε προς όλα τα Φιλοσοφικά Εργαστήρια επιστολή, στην οποία περιέγραφε τα όσα παρανόμως έλαβαν χώρα κατά τη συνεδρίαση του Υπάτου Συμβουλίου στις 10-11-2008, δηλώνοντας συγχρόνως ότι εξακολουθεί να φέρει και να ασκεί τα καθήκοντα του Υπάτου Μεγάλου Ταξιάρχη.
Μάλιστα στις 12-11-2008 εξέδωσε διάταγμα καθαίρεσης και αποπομπής του Χ. Μ..
Ακολούθως ο ενάγων στις 26-11-2008 επέδωσε στο Ύπατο Συμβούλιο με δικαστικό επιμελητή την από 26-11- 2008 γνωστοποίησή του (βλ. την προσκομιζόμενη με αριθμό 9592Γ726-11-2008 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών Κ. - Ν. Κ.), στην οποία εξέθετε τα όσα παρανόμως έλαβαν χώρα, δηλώνοντας ταυτόχρονα ότι σε περίπτωση που δεν αποκατασταθεί η τάξη, θα προσφύγει στην Ελληνική Δικαιοσύνη.
Πλην όμως στα πλαίσια εξεύρεσης συμβιβαστικής λύσης, που θα οδηγούσε στην επάνοδο της ηρεμίας στην Τεκτονική Ένωση, ο ενάγων στις 28-11-2008, απευθυνόμενος προς το Χ. Μ., ως Ύπατο Μεγάλο Ταξιάρχη, υπέγραψε έγγραφο (επιστολή), με το οποίο δήλωνε ότι παραιτείται του αξιώματος του, λόγω αδυναμίας αποτελεσματικής και πλήρους άσκησης των καθηκόντων του, εξαιτίας του προχωρημένου της ηλικίας του και της κατάστασης της υγείας του, εκφράζοντας την επιθυμία του να παραμείνει στο Ύπατο Συμβούλιο ως απλό Ενεργό Μέλος αυτού, στη συνέχεια δε ακολούθησε διαπραγμάτευση, προκειμένου ο ενάγων να λάβει το αξίωμα του Επίτιμου Υπάτου Μεγάλου Ταξιάρχη (βλ. το προσκομιζόμενο σχέδιο επιστολής χωρίς ημερομηνία, που φέρει την υπογραφή του ενάγοντος, όπως ομολογεί ο ίδιος). Όμως τα παραπάνω έγγραφα συντάχθηκαν και υπογράφηκαν από τον ενάγοντα πριν από τη λήψη της απόφασης περί διαγραφής του και ως εκ τούτου δεν αποδεικνύουν το αντίθετο, ότι δηλαδή αυτός επιθυμούσε να παραιτηθεί του αξιώματος του και να λάβει το αξίωμα του Επίτιμου Υπάτου Μεγάλου Ταξιάρχη. Μάλιστα τα παραπάνω εκτεθέντα ενισχύθηκαν και από την κατάθεση του μάρτυρος των εναγομένων, ο οποίος εξετασθείς στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο κατέθεσε ότι ο ενάγων δεν είχε πει ότι παραιτείται του αξιώματος του, επιπλέον δε ότι ανακάλεσε την ως άνω επιστολή παραίτησής του.
Ενόψει των ανωτέρω δεκτών γενομένων το μεν υπάρχει σαφής εφαρμογή των κανόνων του ουσιαστικού δικαίου που διέπουν τις ενώσεις προσώπων χωρίς νομική προσωπικότητα όσο και του καταστατικού αυτών και ορθώς υπήχθησαν τα πραγματικά περιστατικά στους ως άνω προσήκοντας κανόνες. Το δε εκ της αναλυτικής παραθέσεως των ανελέγκτως δεκτών γενομένων πραγματικών περιστατικών, δεν αποδείχθηκε ότι υπήρξε ομολογία του αναιρεσιβλήτου, με την αποστολή της από 28-11-2008 επιστολής του προς τον Χ. Μ., περί της οποίας γίνεται πλήρης αναφορά και μάλιστα περί ανάκλησης της επιστολής παραίτησής του, στο στάδιο των διαπραγματεύσεων για συμβιβαστική επίλυση της διαφοράς, ούτε υπάρχουν αντιφάσεις, αφού ο αναιρεσίβλητος αντέδρασε έντονα σε όλες τις διαδικαστικές ενέργειες και ουδεμία αποδέχθηκε, μειοψήφισε και διαμαρτυρήθηκε για την κατά τον ανωτέρω τρόπο γενόμενη καθαίρεσή του, αφού ούτε ο χρόνος της θητείας του είχε λήξει, ούτε είχε παραιτηθεί, ούτε υπήρχε τέτοιο θέμα στη σύγκληση του Υπάτου Συμβουλίου της 10-11-2008, ούτε εκρίθει το μείζον τούτο θέμα της καθαιρέσεώς του ως επείγουσα περίπτωση εντασσόμενη στην έννοια "της πάσης άλλης εργασίας κανονικώς προσαγομένης", ούτε βεβαίως αυτός ηθέλησε να αναλάβει τη θέση του Μέγα Θησαυροφύλακα, από την οποία είχε παραιτηθεί ο Χ. Μ. και μόνο η θέση αυτού έπρεπε να καλυφθεί. Τα αυτά ισχύουν και για τις μετέπειτα ενέργειες ορισμένων μελών ως και για την καθαίρεση αυτού ως πειθαρχική ποινή. Τα ενάντια υποστηριζόμενα δε υπό των λόγων αναιρέσεως του κυρίου δικογράφου και του πρώτου των προσθέτων λόγων ως έχουσα δηλαδή η απόφαση αντιφατικές αιτιολογίες κρίνονται αβάσιμα και εντεύθεν είναι απορριπτέοι οι λόγοι που ανάγονται σε παραβίαση των άρθρ. 559 αριθ. 1 και 19 ΚΠολΔ.
Κατά το αρθρ. 559 αριθ. 20 ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο παραμόρφωσε το περιεχόμενο εγγράφου με το να δεχτεί πραγματικά γεγονότα προφανώς διαφορετικά από εκείνα που αναφέρονται στο έγγραφο αυτό. Ο ως άνω λόγος ιδρύεται, μόνον όταν το δικαστήριο της ουσίας υπέπεσε, ως προς το έγγραφο, σε διαγνωστικό λάθος, αναγόμενο δηλαδή στην ανάγνωση του εγγράφου (σφάλμα ανάγνωσης), με την παραδοχή ότι περιέχει περιστατικά προδήλως διαφορετικά από εκείνα που πράγματι περιλαμβάνει, όχι δε και όταν από το περιεχόμενο του εγγράφου, το οποίο σωστά ανέγνωσε, συνάγει αποδεικτικό πόρισμα διαφορετικό από εκείνο που ο αναιρεσείων θεωρεί ορθό. Στην τελευταία περίπτωση πρόκειται για παράπονο αναφερόμενο στην εκτίμηση πραγματικών γεγονότων που εκφεύγει από τον αναιρετικό έλεγχο (ολ ΑΠ 2/2008). Δεν αρκεί για την ίδρυση του λόγου η εσφαλμένη ανάγνωση του εγγράφου, αλλά πρέπει επιπλέον το Δικαστήριο της ουσίας να έχει στηρίξει το αποδεικτικό του πόρισμα αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο στο έγγραφο, το περιεχόμενο του οποίου φέρεται ότι παραμορφώθηκε, όχι δε όταν το έχει συνεκτιμήσει απλώς μαζί με άλλα αποδεικτικά μέσα, χωρίς να εξαίρει το έγγραφο, με το πόρισμα στο οποίο κατέληξε για την ύπαρξη ή μη του αποδεικτέου γεγονότος, γιατί στην περίπτωση αυτή δεν είναι δυνατή η εξακρίβωση της ιδιαίτερης αποδεικτικής σημασίας του.
Εν προκειμένω αναφέρεται στην απόφαση ότι "στα πλαίσια εξεύρεσης συμβιβαστικής λύσης, που θα οδηγούσε στην επάνοδο της ηρεμίας στην Τεκτονική 'Ενωση, ο ενάγων (αναιρεσίβλητος) στις 28-11-2008, απευθυνόμενος προς τον Χ. Μ., ως 'Υπατο Μεγάλο Ταξιάρχη, υπέγραψε έγγραφο (επιστολή), με το οποίο δήλωνε ότι παραιτείται του αξιώματός του, λόγω αδυναμίας αποτελεσματικής και πλήρους άσκησης των καθηκόντων του, εξαιτίας του προχωρημένου της ηλικίας του και της κατάστασης της υγείας του, εκφράζοντας την επιθυμία του να παραμείνει στο 'Υπατο Συμβούλιο ως απλό Ενεργό Μέλος αυτού, στη συνέχεια δε ακολούθησε διαπραγμάτευση, προκειμένου ο ενάγων να λάβει το αξίωμα του Επίτιμου Υπάτου Μεγάλου Ταξιάρχη (βλ. το προσκομιζόμενο σχέδιο επιστολής χωρίς ημερομηνία, που φέρει την υπογραφή του ενάγοντος, όπως ομολογεί ο ίδιος). Όμως, όπως δέχεται η απόφαση, τα παραπάνω έγγραφα συντάχθηκαν και υπογράφηκαν από τον ενάγοντα πριν από τη λήψη της απόφασης περί διαγραφής του και ως εκ τούτου δεν αποδεικνύουν το αντίθετο, ότι δηλαδή αυτός επιθυμούσε να παραιτηθεί του αξιώματός του και να λάβει το αξίωμα του Επίτιμου Υπάτου Μεγάλου Ταξιάρχη. Μάλιστα τα παραπάνω εκτεθέντα ενισχύθηκαν και από την κατάθεση του μάρτυρος των εναγομένων, ο οποίος εξετασθείς στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο κατέθεσε ότι ο ενάγων δεν είχε πει ότι παραιτείται του αξιώματός του, επιπλέον δε ότι ανακάλεσε την ως άνω επιστολή παραίτησής του". Ενόψει των ανωτέρω προκύπτει ότι το έγγραφο από 28-11-2008 συνεκτιμήθηκε απλώς μαζί με τα άλλα αποδεικτικά μέσα χωρίς να εξαίρεται το έγγραφο αυτό, αναφορικά με το πόρισμα στο οποίο κατέληξε κατά τ'ανωτέρω το Δικαστήριο της ουσίας και ως εκ τούτου είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος ο εκ του άρθρ. 559 αριθ. 20 ΚΠολΔ προβαλλόμενος λόγος για παραμόρφωση του ως άνω εγγράφου.
Ενόψει των ανωτέρω πρέπει ν'απορριφθεί η αναίρεση και οι πρόσθετοι λόγοι κατά της 5886/2013 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών, διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο (άρθρ. 495 § 4 ΚΠολΔ και άρθρ. 12 Ν. 4055/2012) και τέλος επιβληθεί η δικαστική δαπάνη σε βάρος των αναιρεσειουσών και υπέρ του αναιρεσιβλήτου που παραστάθηκε χωρίς να καταθέσει προτάσεις (αρ. 176, 183 ΚΠολΔ), όπως στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την αίτηση και τους πρόσθετους λόγους κατά της 5886/2013 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών.
Διατάζει την εισαγωγή του παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο, και Επιβάλλει σε βάρος των αναιρεσειουσών τη δικαστική δαπάνη του αναιρεσιβλήτου, που παρέστη χωρίς να καταθέσει προτάσεις, που ορίζει στο ποσό των χιλίων οκτακοσίων (1.800) Ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 28 Απριλίου 2015.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στις 12 Μαΐου 2015.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ O ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ